- αποθείωση
- Διαδικασία με την οποία ελαττώνεται ή αφαιρείται το θείο ή θειούχες ενώσεις από διάφορες ουσίες. Η α. έχει ιδιαίτερη σημασία στη μεταλλουργία, στην οινολογία και στη διύλιση των πετρελαίων. Στην πρώτη περίπτωση επιδιώκεται αφαίρεση του θείου από τα ορυκτά, επειδή ακόμα και ελάχιστα ίχνη αυτού του στοιχείου χειροτερεύουν τα χαρακτηριστικά πολλών μετάλλων και κραμάτων· η αφαίρεση πραγματοποιείται κυρίως με την προσθήκη κατάλληλων ουσιών (μαγγανίου, οξειδίου του ασβεστίου και μερικών άλλων).
Στην οινολογική διαδικασία, η α. γίνεται με την αφαίρεση του πλεονάζοντος διοξειδίου του θείου που προστίθεται για τη συντήρηση του γλεύκους· οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι διάφορες και, μεταξύ αυτών, αναφέρουμε τον εντατικό αερισμό, τη χρήση του υδροθείου, τη θέρμανση του γλεύκους κλπ.
Το πετρέλαιο περιέχει διάφορες θειούχες ενώσεις που επιβάλλεται να αφαιρεθούν επειδή έχουν δυσάρεστη οσμή, περιορίζουν τη δράση του τετρααιθυλικού μολύβδου και, τέλος, επειδή το θείο κατά την καύση οξειδώνεται και μετατρέπεται σε διοξείδιο του θείου, που όταν υπάρχει υγρασία γίνεται διαβρωτικό. Ο τύπος α. επιλέγεται ανάλογα με τις θειούχες ενώσεις που πρέπει να αφαιρεθούν. Καλοί αποθειωτές μπορούν να θεωρηθούν το χλωριούχο αργίλιο (το οποίο πολύ λίγο χρησιμοποιείται εξαιτίας της υψηλής τιμής του) και το θειικό οξύ, αν χρησιμοποιηθεί με κατάλληλο τρόπο.
* * *η [θείο]η αφαίρεση του θείου ή των θειούχων ενώσεων από ένα χημικό προϊόν.
Dictionary of Greek. 2013.